τρικότυλος

τρικότυλος
-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι-κότυλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρικότυλος — holding three masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικότυλον — τρικότυλος holding three masc acc sg τρικότυλος holding three neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικότυλοι — τρικότυλος holding three masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικοτυλιαίος — αία, ον, Α αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες, τρικότυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικότυλος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”